Κάπως έτσι θα τα έγραφε ο Μυριβήλης για την παράνοια στη Συρία


Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΚΑΙ ΘΕΟΥ «-ΠΗΡΑΜΕ ΟΛΟΙ ΜΑΧΑΙΡΙΑ ΚΑΙ ΦΩΤΙΑ ΚΑΙ ΞΕΜΠΕΡΔΕΨΑΜΕ ΟΙ ΜΙΣΟΙ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΜΙΣΟΥΣ» ** «-ΘΑ ΣΑΣ ΚΑΝΩ ΣΦΟΥΓΓΑΡΙΑ, ΝΑ ΚΑΘΕΣΤ' ΕΚΕΙ ΕΙΣ ΑΙΩΝΑΣ ΑΙΩΝΩΝ, ΩΣΠΟΥ ΝΑ ΔΩ ΤΙ ΑΛΛΟ ΣΟΙ ΠΡΑΜΑ ΑΚΟΜΑ ΠΙΟ ΗΛΙΘΙΟ ΜΠΟΡΕΙ»

Το ανθρώπινο αίμα ποτίζει τα χώματα της Συρίας. Νεκροί, ακρωτηριασμένοι, ξεσπιτωμένοι, βομβαρδισμένα σπίτια, νοσοκομεία, χωριά, πόλεις. Αδικία από άνθρωπο σε άνθρωπο! Πάνω από όλα αυτά μια λέξη: ΠΑΡΑΝΟΙΑ! Αυτή η παράνοια του πολέμου, που περιγράφεται σπαρακτικά από τον
Στρατή Μυριβήλη στη Ζωή εν τάφω. Θυμήθηκα την περιγραφή που κάνει όταν οι άνθρωποι εμφανίζονται ενώπιον του Θεού –όπως το φαντάζεται ο λοχίας Αντώνης Κωστούλας στο ημερολόγιό του. Είναι γεμάτοι περηφάνια, αν και σακατεμένοι, πάμπτωχοι, ανέραστοι, καθημαγμένοι. Ο Θεός τους ρωτά τι έκαναν τα δώρα ζωής που τους έδωσε, εκείνοι απαντούν με οίηση για τα πολεμικά κατορθώματά τους και ακολουθεί η οργισμένη θεϊκή απάντηση. Αντέγραψα κάνα δυο σελίδες από μια παλιά έκδοση του βιβλίου και τις τοποθετώ στη βιβλιοθήκη του Διαδικτύου για να τους ρίχνει μια ματιά (ή και περισσότερο από ματιά) όποιος σκοντάφτει πάνω τους. Διαβάστε τις αν βρίσκετε ενδιαφέρον το θέμα και αν σας έχουν αγγίξει, συγκινήσει, συγκλονίσει, ανησυχήσει, προβληματίσει όσα εκτυλίσσονται τώρα, όχι πολύ πιο πέρα από τη γειτονιά μας, στη Συρία –με αντίκτυπο και στην Ελλάδα:

**

«Θαρρώ πως σαν σωθούνε τα ψέματα και παρουσιαστούμε στον Κύριο, στον Ποιητή ουρανού και γης, ορατών τε πάντων αοράτων, Αυτός που μας έπλασε θα γυρίσει να μας ρωτήσει οργισμένος:
- Ε! σεις κάτω οι καμπούρηδες κ οι σακάτηδες. Εσείς οι στραβοί κ οι κοψαχείληδες! Εσείς τα παλιάσκερα με τις στραβές μασέλες, οι χτικιασμένοι, οι παραλυτικοί, εσείς οι πιασμένοι, οι σκεβρωμένοι, οι μαλάκηδες. Εσείς με τα δεκανίκια και με τ αλλήθωρο γυαλένιο μάτι, οι σαραβαλιασμένοι κ οι άσκημοι, εσείς με τα ντενεκεδάκια στο στήθος. Για πείτε μου, ποιοι είστε και πούθε μου έρχεστε; Πούναι τα μάτια που σπιθοβολούσαν έρωτα, πούναι τα μαλλιά που ήταν πιο μαύρα από τα μαύρα σταφύλια; Τι γένηκαν τα μπόια που στήλωσα λυγερά σαν το κοντάρι από οξιά που μπήγετε στον πάτο της θάλασσας από τον καμακιστή και τρέμει από σβελτάδα. Τα μπράτσα σας τ' ατσαλένια χάρηκαν τη δημιουργική δουλειά; Ανοίξανε τους καινούργιους δρόμους της ευτυχίας; Σηκώσανε ψηλά-ψηλά αγόρια ξανθά, ροδομαγούλατα; Οι αντρίκιες απαλάμες σας φουχτιάσανε τ' αλέτρι και το σφιχτό γυναικείο στήθος; Τα χείλια σας χόρτασαν το τραγούδι της χαράς και τα φιλιά τα κόκκινα; Τα στέρεα πόδια σας τρέξανε μέσα στα λειβάδια της ζωής; Φτεροκόπησαν μέσα στ αλώνι του χορού; Τ ατσαλένια σας γόνατα σφίξαν ανάμεσά τους σα σιδερένιος μάγκανος το θηλυκό; Καρπίσανε τις νέες ζωές μέσα στα μυστηριώδικα λαγόνια του, που κατοικεί η Ηδονή με τη Δημιουργία; Για πείτε μου, πώς το ξοδέψατε το «τάλαντον»;

Κι εμείς, αφού ακούσουμε όσο μπορούμε σε κανονικότερη στάση προσοχής τούτη την προσφώνηση του Κυρίου, θα χαιρετάμε κανονικά ένας ένας, όπως στην αναφορά του Συντάγματος, θα «λαμβάνωμεν την τιμήν» και θα Του λέμε ο καθένας με τη μελετημένη μετριοφροσύνη που έχουν όλοι οι ηρώοι στις τυπωμένες ιστορίες:

-Κύριε, Κύριε, κάμαμε κάτι καλύτερο από αυτά που μας ρώτησες. Κοίτα εδώ κορδελίτσες λογιών τω λογιών. Κοίτα παρασήματα, λαβωματιές, πλάκα ασημένιες γωνιές –μια ξαμηνιά στο ανήλιο χαράκωμα θα πει η καθεμιά τους. Κοίτα «αποσπάσματα Ημερησίων Διαταγών», εύφημες μνείες και πράματα και θάματα. Ολ αυτά είναι πιστοποιητικά, Κύριε, πως αγωνιστήκαμε για «την ελευθερία των λαών». Τα νιάτα; Τα παραπετάξαμε στο τάδε αμπρί, τάδε υψόμετρο. Τα χρόνια μας; Τα περάσαμε σκυφτοί μέσα σ' ένα υπόγειο, συρτοί στα χαντάκια, διπλωμένοι κάτω από μια γαϊδουριά φόρτωμα σιδερικά και λογής σύνεργα της σφαγής. Τη ραχοκοκαλιά μας, κοίτα δω, σου τη φέραμε γυριστή σαν πολεμικό τόξο. Οι πλάτες μας είναι πληγιασμένες από τις ξάπλες στα νοσοκομεία. Τα πόδια μας τα πελέκισε η οβίδα, τα σακάτεψε ο αρθρίτης και τα κρυοπαγήματα. Τα μάτια μας είδαν όλα τα φριχτά και τ ασκημα πράματα, τα χέρια μας σκάψανε γούβες και λαγούμια για να κρυφτούμε, γιατί τρέμαμε σαν τα ζαγάρια.

Σκάψαμε και μνημούρια, πολλά μνημούρια, κι απόπατους χαρακωμάτων. Πήραμε όλοι μαχαίρια και φωτιά και ξεμπερδέψαμε οι μισοί τους άλλους μισούς. Κι οι απαλάμες μας σφίξανε τη χειροβομβίδα πούναι πιο σκληρή από τον κοριτσίσιον κόρφο. Νάτες. Είναι μαύρες από το αίμα που κολλάει ακόμα ανάμεσα στα δάχτυλα. Γυναίκα δεν γνωρίσαμε, παιδιά δεν κάμαμε. Στεφανωτή μας η Πατρίδα, παιδιά μας τα πολυβόλα. Χύσαμε στο χώμα το σπέρμα της δημιουργίας Σου μαζί με το αίμα μας. Στάρι δεν φυτέψαμε. Μα οργώσαμε τα πετροβούνια και τυλίξαμε σαν κουβαρίστρα τη γη με συρματοπλέγματα. Πεθάναμε πάνω στα νιάτα μας «ενδόξως». Είμαστε χωρίς αμφιβολία, ηρώοι γνήσιοι. Μας το βεβαίωσε ο Μπαλαφάρας. Καθένας μας έχει στην τσέπη του την «ωραία επιστολή» της Μεραρχίας. Είμαστε «ημίθεοι». Μας εξασφάλισαν γι αυτό όλες οι φημερίδες της Αθήνας και των επαρχιών σε κύρια άρθρα, να –μακριά. Περιμένουμε τώρα την «αντιμισθίαν» μας, Κύριε, όπως μας το υποσχέθηκε ο παπάς της Μεραρχίας από μέρος Σας. Γιατί πέσαμε «υπέρ Πίστεως και Πατρίδος».

Τότες ο Κύριος θα ανοίξει πεντάλφα την άγια Του παλάμη κάτω από τη μύτη μας και θα πει:
-Όρσε, παλιοτόμαρα! Φτύσατε πάνω στα πιο ακριβά μου δώρα δώρα, γρουσούζηδες, χαράμι να σας γίνουν. Άιντε γκρεμιστείτε από δω στον πιο σκοταδερό πάτο της πιο κρύας θάλασσας, να μην σας βλέπουν τα μάτια μου. Θα σας κάνω σφουγγάρια, να καθεστ' εκεί εις αιώνας αιώνων, ώσπου να δω τι άλλο σόι πράμα ακόμα πιο ηλίθιο μπορεί να γίνει από σας. Μπρος!

Από τος σελίδες 221, 222, 223. Δέκατη έκδοση, 45η χιλιάδα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας Ι.Δ. Κολλάρου & Σίας Α.Ε.